-
1 νήφω
νήφω, [dialect] Dor. [full] νάφω (v. infr. II), used by early writers only in [tense] pres., mostly in part.: later [tense] impf.Aἔνηφον Chor.
in Rev.Phil.1877.67: [tense] aor. ἔνηψα IEp.Pet.4.7, Orac. ap. Ael.Fr. 103, J.AJ11.3.3, Procl. in Prm. p.741 S., ([etym.] ἐξ-) Aret.SD1.5, ([etym.] ἀν-) Nic.Dam.4 J.:—to be sober, drink no wine,οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω Thgn.478
;νήφειν Archil.4
, Pl. Smp. 213e, al.: part. νήφων as Adj., = νηφάλιος, Hdt.1.133, Ar.Lys. 1228;ὑμῖν ἀντέκυρσα.. νήφων ἀοίνοις S.OC 100
;ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην D.21.74
; τὸ τοὺς μεθύοντας... πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν. Lex Pittaciap. Arist.Pol. 1274b20;μεθύοντα.. παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Pl.Smp. 214c
; ν. θεός, i.e. water, Id.Lg. 773d: prov.,τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f
;[Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist. Metaph. 984b17
;νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται X.Smp.8.21
;τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται Alciphr.1.13
.II metaph., to be self-controlled, Pl.Lg. 918d; to be sober and wary,νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Epich.[250]
;γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν 1 Ep.Thess.5.6
; νήψατε εἰς προσευχάς 1 Ep.Pet.l.c.;νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b
;ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991
;προμηθής τε καὶ ν. Hdn.2.15.1
; καρδίῃ νήφοντος Poet. ap. Longin.34.4;ν. λογισμός Epicur.Ep. 3p.64U.
2 ν. ἐκ κακοῦ recover oneself from.., Ach.Tat.1.13; ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως Procl.l.c. -
2 μεθύω
μεθύω [ῠ], ([etym.] μέθυ), only [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Act. belong to μεθύσκω ( μεθύσας is f.l. in Nonn.D.28.211; μεθύσαντας is f.l. for - τες in Plu.2.239a), [tense] aor. being supplied by [voice] Pass. of μεθύσκω:—A to be drunken with wine,νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς Od.18.240
; μεθύων, opp. νήφων, Thgn.478, 627, cf. Alc.Supp.4.12, Pi.Fr. 128, Ar.Pl. 1048, PHal.1.193 (iii B. C.), etc.;μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου X. Smp.2.26
; τὸ μεθύειν drunkenness, Antiph.187.2, Alex.43;τὸ μ. πημονῆς λυτήριον S.Fr. 758
.II metaph.,1 of things, to be drenched, steeped in any liquid, c. dat., e.g.βοείην.. μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390
;μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Babr.114.1
; [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. AP9.277
(Antiphil.).2 of persons, to be intoxicated with passion, pride, etc.,ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης X.Smp.8.21
;ὑπὸ τρυφῆς Pl.Criti. 121a
;ἔρωτι Anacr.19
;τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων D.4.49
;περὶ τὰς ἡδονάς Philostr.VS1.22.1
;οὐ μ. τὴν φρόνησιν Alex.301
;μ. τὸ φίλημα AP5.304
. -
3 ζυγόν
ζῠγόν, τό, also [full] ζυγός, ὁ, (in various senses), h.Cer. 217, Pl.Ti. 63b, Theoc.30.29, LXXGe.27.40, al., Plb.4.82.2, Ev.Matt.11.29, Jul.Or.5.173a, etc.: rarely in pl.,I yoke of a plough or carriage,ζ. ἵππειον Il.5.799
, 23.392;ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους 5.731
, cf. Od.3.383;ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι θεῖναι βουσί Hes.Op. 815
, cf. 581; ὑπὸ ζυγόφιν (i.e. ζυγοῦ)λύον ἵππους Il.24.576
: prov., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ. 'to be in the same boat', Aristaenet.2.7, Zen.3.43;ταὔτ' ἐμοὶ ζ. τρίβεις Herod.6.12
.2 metaph.,ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται h.Cer. 217
;ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Thgn.1023
; ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Pi.P.2.93; δούλιον ζ. the yoke of slavery, Hdt.7.8.γ, A.Th.75 (pl.), 471, etc.; δουλείας, ἀνάγκης ζ., S.Aj. 944, E.Or. 1330;ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον S.Ant. 291
; ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μὴ.. so as to prevent.., X.Cyr.3.1.27;ζυγῷ ζυγῆναι Pl.R. 508a
;ἄγειν ὑπὸ τὸν ζ. τινάς Plb.4.82.2
, cf. D.H.3.22;ὑπὸ τὸν ζ. ὑπαγαγεῖν D.C.Fr.36.10
;ζυγὸν ὑποστῆναι D.H.10.20
.2 .III in pl., thwarts or benches joining the opposite sides of a ship, Od.9.99, 13.21, Hdt.2.96: rarely in sg.,θοὸν εἰρεσίας ζυγόν S.Aj. 249
(lyr.): metaph., of the seat of authority compared to the helmsman's seat, ;ἐπεὶ δ' ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ' ἀρχῆς Id.Ph.74
; σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός; while on the main thwart sits authority, A.Ag. 1618; also of a coachman's seat, box, PMasp.303.15 (vi A.D.).IV beam of the balance,ζυγὸν ταλάντου A.Supp. 822
(lyr.), cf. Arist.Mech. 850a4: hence, the balance itself (cf. πῆχυς IV),αἴρειν τὸν ζυγόν Pl.Ti. 63b
; ἐν πλάστιγγιζυγοῦ κεῖσθαι Id.R. 55o
e; ζυγῷ or ἐν τῷ ζ. ἱστάναι, Lys.10.18, Pl. Prt. 356b;ζυγὸν ἱστάναι D.Prooem.55
: in pl., Id.25.46, SIG975.39 (Delos, iii B.C.): prov.,ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Pythag.
ap. D.L.8.18.b the constellation Libra, Hipparch.3.1.5, Ph.1.28, Man.2.137, etc.;ζ. Ἀφροδίτης Porph.Antr.22
.VIII rank or line of soldiers, opp. file ([etym.] στοῖχος), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο τέσσαρες Th.5.68
;ὁ ζυγός Polyaen.4.4.3
(τὰ ζυγά 2.10.4
); κατὰ ζυγόν line with line, Plb.1.45.9;κατ' ἄνδρα καὶ ζ. Id.3.81.2
; esp. front rank, Ael.Tact.7.1, Arr.Tact.8.1; also of the Chorus, Poll.4.108.IX ζυγὰ ἢ ἄζυγα even or odd, a game, Sch.Ar.Pl. 817.X measure of land, SIG963.13 (Amorgos, iv B.C.). -
4 ἔργον
ἔργον, [dialect] Dor. [full] ϝέργον IG4.800 (vi B. C.), Elean [full] ϝάργον SIG9 (vi B.C.), τό: (ἔρδω, OE.A weorc (neut.) 'work', Avest. var[schwa]za-):— work, Il.2.436, etc.;ἔ. οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.Op. 311
;πλεόνων δέ τε ἔ. ἄμεινον Il.12.412
;ἔ. ἐποίχεσθαι 6.492
;νῦν ἔπλετο ἔ. ἅπασι 12.271
; esp. in pl.,ἄλλος ἄλλοισιν..ἐπιτέρπεται ἔργοις Od. 14.228
;ἐπὶ ἔργα τράποντο Il.3.422
;ἔργων παύσασθαι Od.4.683
; τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε see to thine own tasks, Il.6.490 : esp. in the following relations,1 in Il. mostly of works or deeds of war,πολεμήϊα ἔ. Il.2.338
, al., Od.12.116 ;ἔργον μάχης Il.6.522
; alone,ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ 4.175
, cf. 539 ;ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον 13.366
; ; later,ἔργον.. Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414
; ἐν τῷ ἔ. during the action, Th.2.89, cf.7.71 ;τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔ. Pl.Mx. 241c
;τῶν πρότερον ἔ. μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Th.1.23
; ἔργου ἔχεσθαι to engage in battle, ib.49.2 of peaceful contests,κρατεῖν ἔ. Pi.O.9.85
;ἔργου ἔχεσθαι Id.P.4.233
; also ἔργα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις placed [the reward of] noble deeds about his hair, Id.O.13.38.3 of works of industry,a of tillage, tilled lands,ἀνδρῶν πίονα ἔ. Il.12.283
, etc. ;ἔργ' ἀνθρώπων 16.392
, Od.6.259 ;βροτῶν 10.147
; οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα ib.98 ; ἔργα alone, 16.140, etc.; Ἔργα καὶ Ἡμέραι—the title of Hesiod's work ; πατρώϊα ἔ. their father's lands, Od.2.22 ; οὔτ' ἐπὶ ἔργα..ἴμεν will neither go to our farms, ib. 127, cf. 252 ; Ἰθάκης..ἔργα the tilled lands of Ithaca, 14.344 ; ἀμφὶ.. Τιταρησσὸν ἔργ' ἐνέμοντο inhabited lands, Il.2.751 ;τὰ τῶν Μυσῶν ἔ. Hdt.1.36
; so later, PBaden 40.5 (ii A.D.) : generally, property, wealth, possessions,θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ Od.14.65
, cf. 15.372.b of women's work, weaving, Il.9.390, etc. ; ἀμύμονα ἔ. ἰδυίας ib. 128 ;ἔργα ἐργάζεσθαι Od.22.422
, 20.72.c of other occupations, θαλάσσια ἔ. fishing, 5.67 ; a seaman's life, Il.2.614 : periphr., δαιτὸς..ἔργα works of feasting, 9.228 ;φιλοτήσια ἔ. Od.11.246
;ἔργα γάμοιο Il.5.429
;ἔργα Κυπρογενοῦς Sol.26
;Ἀφροδίτης h.Ven.1
; alsoτέκνων ἐς ἔ. A.Ag. 1207
: abs.,ἔργον Luc.DDeor.17.1
, AP12.209 (pl., Strat., s.v.l.); alsoἔργα ἰσχύος καὶ τάχους X.Cyr.1.2.12
; φίλα ἔργα μελίσσαις, of flowers, Theoc.22.42 ; of mines, etc.,ἔ. ἀργυρεῖα X.Vect.4.5
, D.21.167, etc.; ἔργα πίσσια dub. l. in Plu.Cat.Ma.21.4 deed, action,ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε Od.1.338
;θέσκελα ἔ. Τρώων Il.3.130
;ἀήσυλα ἔ. 5.876
; καρτερά, ἀεικέα ἔ., ib. 872,22.395; παλίντιτα, ἄντιτα ἔ., Od.1.379, 17.51 ;ἔργα ἀποδέκνυσθαι Hdt.1.16
, cf. Pl.Alc.1.119e, D.C.37.52 ; opp. ἔπος, deed, not word (v.ἔπος 11.1
) ; opp. μῦθος, Il. 9.443, 19.242, A.Pr. 1080 (anap.), etc.; opp. λόγος, S.El. 358, E.Alc. 339 ; ἔργῳ, opp. λόγῳ, freq. in [dialect] Att., etc., Th.2.65, etc.: so in pl.,λόγῳ μὲν..τοῖσι δ' ἔργοισιν S.OC 782
, cf. E.Fr.360.13 ; ; opp. ῥήματα, Id.OC 873 ; opp. ὄνομα, E.IA 128 (anap.), Th.8.78,89 ; in many phrases,πέπρακται τοὔργον A.Pr.75
, cf. Ag. 1346 ;χωρῶ πρὸς ἔργον S.Aj. 116
; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν.., τὸ δὲ ἔ. ἀδύνατον its execution, X.An.3.5.12 ; ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε ready for action, E.IT 1190 ;ἡ κατάρα ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς ἔ. ἤγετο Jul.Or.7.228b
.II thing, matter, πᾶν ἔ...ὑπείξομαι in every point, Il.1.294 ;ἃ Ζεὺς μήδετο ἔ. 2.38
, etc.;πάρος τάδε ἔ. γενέσθαι 6.348
, etc.;ὅπως ἔσται τάδε ἔ. 2.252
, Od.17.78, etc. ;μέμνημαι τόδε ἔ. Il.9.527
;ἄκουε τοὔργον S.Tr. 1157
, cf. OT 847, Aj. 466 ; in bad sense, mischief, trouble, of disease,αἰτίη τοῦ ἔ. Aret.SA1.9
; μέγα ἔ. a serious matter, Od.4.663, Th.3.3.2 μέγα ἔ., like μέγα χρῆμα, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔ. a monstrous thing, Il.5.303, cf. 20.286 ; φυλόπιδος μέγα ἔ. a mighty call to arms, 16.208.III [voice] Pass., that which is wrought or made, work, οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, of the arms of Achilles, Il.19.22 ; ἔ. Ἡφαίστοιο metal-work, Od.4.617 ;πέπλοι.., ἔργα γυναικῶν Il.6.289
, Od.7.97, cf. 10.223 ;ὕφασμα, σῆς ἔ. χερός A.Ch. 231
;κολεόν..λώτινον ἔ. Theoc.24.45
; of a wall, Ar.Av. 1125 ; of a statue, X.Mem.3.10.7 : in pl., of siege-works,ἔ. καὶ μηχαναί Plb.5.3.6
; of a machine, Apollod.Poliorc.157.4, al., Ath.Mech.15.2, al.; of public buildings, Mon.Anc.Gr.18.20; of an author's works, D.H.Comp.25 ;τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον Ἀριστοτέλους AP11.354.8
(Agath.).2 result of work, profit or interest, ἔργον [ χρημάτων] interest or profit on money, Is.11.42, cf. D.27.10.IV special phrases:1 ἔργον ἐστί,a c. gen. pers., it is his business, his proper work,ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔ. A.Ch. 673
;ὅπερ ἐστὶν ἔ. ἀγαθοῦ πολίτου Pl.Grg. 517c
; of things, φραδέος νόου ἔργα τέτυκται it is a matter (which calls) for a wary mind, Il.24.354 ; function, ; ; τοῦτο ἑκάστου ἔ. ὃ ἂν ἢ μόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται ib. 353a ; functions,Gal.
16.518 : c. dat. pers.,οἷς τοῦτο ἔ. ἦν X.Cyr.4.5.36
, cf. 6.3.27: with the possessive Pron., σὸν ἔ. [ἐστί] c. inf., A.Pr. 635 ;ἐμὸν τόδ' ἔ. κρῖναι Id.Eu. 734
;σὸν ἔ., θῦε θεοῖς Ar.Av. 862
; : with Art.,νῦν ἡμέτερον τὸ ἔ. Hdt.5.1
.b c. gen. rei, there is need of..,τί δῆτα τόξων ἔ.; E.Alc.39
;πολλῆς φυλακῆς ἔ. [ἐστί] Pl.R. 537d
: esp. with neg., ;οὐ δόλου νῦν ἔ. Id.Pl. 1158
, cf. E.Hipp. 911 : c. dat. pers.,ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Hdt.1.17
: with Art., : with a part. added,οὐδὲν ἦν ἔ. αὐτοῦ κατατείνοντος Plu.Publ.13
: also c. inf., οὐδὲν ἔ. ἑστάναι there is no use in standing still, Ar.Lys. 424, cf. Av. 1308 ;οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι S. Aj. 852
, cf. 12.c c. inf., it is hard work, difficult to do,πολὺ ἔ. ἂν εἴη διεξελθεῖν X.Mem.4.6.1
;πολὺ ἔ. ἦν τῷ νομοθέτῃ πάντα γράφειν Lys.10.7
;ἔ. ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν D.24.51
;ἔ. εὑρεῖν πρόφασιν Men.76
; alsoμέγα ἔ. ταῖς..ἐπιθυμίαις καλῶς χρῆσθαι Pl.Smp. 187e
;χαλεπὸν ἔ. διαιρεῖν Ar.Ra. 1100
(lyr.): also in gen.,πλείονος ἔ. ἐστὶ..μαθεῖν Pl. Euthphr. 14b
: rarely with a part.,οὐδὲν ἔ. μαχομένῳ Philippid.15.3
; ἔ. [ἐστί] c. acc. et inf., it can scarcely happen that..,ἔ. ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν Arist.Pol. 1286a35
.2 ἔργον παρασχεῖν τινί give one trouble, Ar.Nu. 523, cf. AP9.161 (Marc. Arg., punning on Hesiod's Ἔργα) ; ἔργον ἔχειν take trouble, c. part., X.Cyr.8.4.6 ; c. inf., Id.Mem.2.10.6.3 ἔ. γίγνεσθαι τῆς νόσου to be its victim, Anon. ap. Suid. s.v. ἄτολμοι ;κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plu.Eum. 17
;τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔ. ὀλιγωρίας Luc.Dem.Enc.29
.4 ἔ. ποιεῖσθαί τι to make a matter one's business, attend to it, Pl.Phdr. 232a, X.Hier.9.10 ; soἐν ἔργῳ τίθεσθαι Ael.VH4.15
.
См. также в других словарях:
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek